εξαπλός

εξαπλός
-ή, -ό (Α ἑξαπλοῡς, -ή, -οῡν [-όος, -όη, -οον])
1. αυτός που αποτελείται από έξι όμοια μέρη
2. έξαπλάσιος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἑξαπλᾱ
η έκδοση τής ΠΔ από τον Ωριγένη, στην οποία σε έξι κατά σειρά στήλες περιλαμβάνεται το εβραϊκό κείμενο με τις μεταφράσεις του.
επίρρ...
ἑξαπλῶς και -ά
μσν.- νεοελλ.
κατά έξι τρόπους, σε έξι μέρη, εξαπλάσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …   Dictionary of Greek

  • εξάδιπλος — η, ο εξαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + διπλός] …   Dictionary of Greek

  • εξάριθμος — (I) ἐξάριθμος, ον (Α) [αριθμός] υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.). (II) ἑξάριθμος, ον (AM) [έξι] 1. εξαπλός, εξαπλάσιος («ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.) 2. επιτ. πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώ — ἑξαπλῶ, όω (Μ) [εξαπλός] εξαπλασιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”