- εξαπλός
- -ή, -ό (Α ἑξαπλοῡς, -ή, -οῡν [-όος, -όη, -οον])1. αυτός που αποτελείται από έξι όμοια μέρη2. έξαπλάσιοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὰ ἑξαπλᾱη έκδοση τής ΠΔ από τον Ωριγένη, στην οποία σε έξι κατά σειρά στήλες περιλαμβάνεται το εβραϊκό κείμενο με τις μεταφράσεις του.επίρρ...ἑξαπλῶς και -άμσν.- νεοελλ.κατά έξι τρόπους, σε έξι μέρη, εξαπλάσια.
Dictionary of Greek. 2013.